- leucocytolysin
- Leukozytolysin n, Leukolysin n (leukozytenauflösender Stoff)
Fachwörterbuch Medizin Englisch-Deutsch. 2013.
Fachwörterbuch Medizin Englisch-Deutsch. 2013.
λευκοκυτταρολυσίνη — η ιατρ. ουσία μικροβιακής, συχνά, προέλευσης αλλά και αυτοαντισωματικού χαρακτήρα ή προϊόν τών λευκών αιμοσφαιρίων, τών οποίων προκαλεί την καταστροφή. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια, λ., πρβλ. αγγλ. leucocytolysin < leucocyte < leuc(o) (πρβλ. λευκ[ο] … Dictionary of Greek